- διασωστικός
- -ή, -ό (AM διασωστικός, -ή, -όν)ο κατάλληλος ή ικανός να διασώζει, να διαφυλάσσει κάποιον σώο και αβλαβή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασωστικός — preservative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασωστικά — διασωστικός preservative neut nom/voc/acc pl διασωστικά̱ , διασωστικός preservative fem nom/voc/acc dual διασωστικά̱ , διασωστικός preservative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασωστικόν — διασωστικός preservative masc acc sg διασωστικός preservative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασωστικῇ — διασωστικός preservative fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασωστική — διασωστικός preservative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασωστικήν — διασωστικός preservative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)